- μπιμπίλα
- ηβλ. μπιρμπίλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπιμπίλα — η το στρίφωμα του μαντιλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
μπιρμπίλα — και μπιμπίλα, η 1. στρίφωμα σε εσώρουχα ή μαντίλια 2. λεπτή χειροποίητη με βελόνι δαντέλα, ιδίως στο άκρο εσωρούχων και κεντημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. bir biri «το ένα μετά το άλλο, στη σειρά»] … Dictionary of Greek
bibil — bibíl (bibíluri), s.m. – Broderie cu fire colorate; se aplică mai ales la extremităţi (mîneci şi gît) la cămăşi si bluze. – Mr. birbil’u. ngr. μπιμπίλα tiv , μπιμπιλώνω a broda (Cihac, II, 639; Gáldi 156). Trimis de blaurb, 14.11.2008. Sursa: DER … Dicționar Român